-
1 πλάκωσις
A facing with marble slabs, revetting,τοῦ λογείου TAM2.408
(Patara, ii A.D.), cf. CPHerm.94.2 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλάκωσις
См. также в других словарях:
λογείο(ν) — το (AM λογεῑον) [λογεύς] το μπροστινό μέρος τής σκηνής τού αρχαίου θεάτρου, όπου μιλούσαν οι ηθοποιοί τής τραγωδίας και τής κωμωδίας («πολλὴν ἀπὸ τοῡ λογείου καὶ τῆς σκηνῆς ἀδοξίαν αὐτοῡ κατεσκέδασαν», Πλούτ.) μσν. διδασκαλείο αρχ. 1. (γενικά)… … Dictionary of Greek